- λυκιοεργής
- λυκιοεργής και συνηρ. τ. λυκιουργής, -ές (Α)κατασκευασμένος κατά τον τρόπο τών Λυκίων (α. «ἀσπίδας δὲ ὠμοβοΐνας εἶχον σμικράς, καὶ προβόλους δύο λυκιοεργέας ἕκαστος εἶχε», Ηρόδ.β. «λυκιουργεῑς φιάλαι», Δημοσθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < Λύκιος + -εργής (< ἔργον)].
Dictionary of Greek. 2013.